Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Ξανα εγω πυροβολω τα χασματα σου
συντριβομαι απ τα μηχανικα σου ονειρα
μα δεν αντιλαμβανομαι τα μονακριβα
γυρισματα του χρονου σου

Ναυαγω και γω σε χωρα μακρινη
με φτιασιδια ψαχνω τη θεια εξημερωση
σε κτηνωδια παρελαυνουσα πλασματικη
αποτυχια ορθωνεται εμπρος μου

Μια ανεξηγητη παραλυση μυων
και χερια που σκονισμενα παρεμεναν
τοτε κατω απο τον κοκκινο ηλιο
αγγιξαν τα μαλλια σου

Σάββατο 15 Μαΐου 2010


Πλήθος ανένδοτο-εξέλιξης σταδιακής γέννημα-το αδιανόητο υψώνεται κι αγγίζει-ρεμβάζοντας αστέρια ερωτεύεται-ώσπου στο κεφάλι του να πέσει ο ουρανός

Κι αν το κορμί σου κύκλους κάνει-ανεξερεύνητος γαλαξίας η συνεύρεση του-ψέμα μικρό θα σ'αφηγηθώ κι ίσως βρεθώ κάποια στιγμή κοντά του

Χιλιάδες λοιπόν τα μικρά τα διαστημόπλοια-και γω μακριά σου να κοιτώ-σαν βαλς χορευτικό προσγειώνονται-ώσπου στο κεφάλι μου πέφτει ο ουρανός

Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Ημερο-λογιο

Ομορφια, αχαρτογραφητα τα στηθια σου- καθρεφτης τα δυο μου ματια και αν ειμαι αρρωστος κι αδυναμος σε αναζητω τις νυχτες, σερνομαι στις σαρκες και ακλονητο στοιχειο βαζω το ονομα σου κι ας πονω απο προσμονη- θεια κι ανεγγιχτη ηδονη, που δε γνωριζω καταδικασμενος απο το κορμι μου-με προδιδει η στιγμη που περνα- κολασμενος στη γη σου- εδω ριχνομαι διψασμενος για φυγη- μα ξερω πως ποτε δε θα υπαρξει τ αγγιγμα σου- σε κελι αδιαπεραστο...τυλιγμενος με μακροχρονους θρηνους και ισως να επιβιωσω απο την υπεροχη βια που κατεχει την ιδια την ψυχη της αδιαντροπης συνειδησεως...κι ειναι ωραιο ως συνολο το συγκεκριμενο κειμενο αλλα του λειπει η κορη απο ξεδιαντροπα γελαει πονηρα...

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ. ΓΙΟ


Καλοκαίρι. Ο Λουκάς περπατάει στο πάρκο της γειτονιάς του. Δεν είχε όρεξη για παιχνίδι με τους φίλους του παρά μία μοναχική βόλτα. Καθώς, λοιπόν, περπατούσε, στρέφοντας το βλέμμα του δεξιά, τι να δει; Ένα κορίτσι με πολλά μάτια! Δεν είχε ξαναδεί ποτέ τέτοιο πλάσμα στη ζωή του. Η πρώτη του σκέψη ήταν να φύγει τρέχοντας απ’ αυτό το παράξενο κορίτσι. Όμως κάτι μέσα του του έλεγε να την πλησιάσει. Φαινόταν τόσο άκακη παρά το αλλόκοτο παρουσιαστικό της και είχε μια στεναχώρια στο βλέμμα της που έκανε τον Λουκά να θέλει να την πλησιάσει και να την κάνει χαρούμενη.
Έτσι κι έκανε. Την πλησίασε και της συστήθηκε. Αυτή τον κοιτούσε με ένα παραξενεμένο βλέμμα ζωγραφισμένο στα μάτια της. Αντί να του πει το όνομά της, του απάντησε: «Συγχώρεσέ με που σε κοιτάω τόσο παραξενεμένη, αλλά δεν έχω συνηθίσει να μου μιλάνε φιλικά. Συνήθως με κοροϊδεύουν ή με δείχνουν με το δάχτυλο αηδιασμένοι. Τι να πω; Δεν θεωρώ ότι έχω κάτι τόσο παράξενο πάνω μου, θέλω να το βλέπω καλύτερα σαν ένα μέσο να βλέπω όσο το δυνατό περισσότερα πράγματα ταυτόχρονα. Δεν συμφωνείς; Θα μου πεις βέβαια ότι δε σ’ αφήνω να μιλήσεις… Το όνομά μου είναι Ραλλού.»
«Δεν πειράζει που μιλάς τόσο πολύ. Σε καταλαβαίνω. Μ’ αρέσει πολύ ο τρόπος που σκέφτεσαι για τα μάτια σου και να σου πω την αλήθεια θα ήθελα να είχα και ‘γω τόσα πολλά γιατί συμβαίνουν συνέχεια πράγματα γύρω μου και εγώ δεν προλαβαίνω να τα παρατηρήσω! Θέλεις να κάνουμε μια βόλτα στο πάρκο μαζί;»
Έτσι κι έγινε. Τα δύο παιδιά περπατούσαν όλο το απόγευμα στο πάρκο και μιλούσαν. Κυρίως βέβαια η Ραλλού κι έτσι ο Λουκάς έμαθε γι’ αυτήν τι της αρέσει να κάνει αλλά και τα προβλήματά της, όπως εάν θα αποκτούσε ποτέ μυωπία και αναγκαζόταν να φορέσει γυαλιά ή η μοναξιά που νιώθει επειδή κανένας δεν την πλησιάζει… Ο Λουκάς δεν ξαναείδε ποτέ τη Ραλλού. Εξαφανίστηκε αναπάντεχα όπως και εμφανίστηκε. Το ποίημα αυτό το έγραψε μετά από χρόνια, θέλοντας να φέρει στο μυαλό του την παράξενη φίλη του που είχε συμπαθήσει πάρα πολύ…

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010

126

Μην αποφύγεις τη διείσδυση, τώρα που σε κατέχει αυτή η ακατανίκητη μανία για ζωή, ίσως θέλει να σου πάρει όσα περισσότερα μπορεί, να σ αφήσει γυμνή και κρύα τώρα που μπαίνει ο χειμώνας, ενώ σε είχε ντύσει ζεστά το καλοκαίρι που πέρασε. Είσαι πολύ όμορφη για να σε βάλουν σε καλούπι και να φτιάξουν κούκλες για χριστουγεννιάτικα μπαζααρ, και αυτό τον ενοχλεί, του μπαίνεις στη μύτη και το ξέρεις, το ξέρει και αυτός και έτσι στροβιλίζεστε σε δίνη απέραντου έρωτα με μοναδική βοήθεια την ανεπάρκεια σας να ζήσετε χωριστά. Δέθηκες μαζί του και τώρα το πληρώνεις με χιλιάδες μικρά ακανόνιστα κυβακια χρώματος λαχανί χωρίς τις βουλές και τα πουά. Άχρωμων δέρας αλώβητο επί χαράδρας κείτεται έτοιμο δια το μεγάλο άλμα, υστατη στιγμη, κομπιαζον και επανερχομενον εις την μεγαλην εορτην του εθνους ημων...

125

Ξεκλείδωμα ρε φίλε.
Βαριέμαι.
Νιώθω κενό κενό κενό κενό κενό.
Θα ξεκινήσω με οτιδήποτε.
Να ενεργοποιηθω.
Απ' το τίποτα, καλύτερη η προσπάθεια.
Δεν ξέρω τι θέλω, τι κάνω και τι λέω.
Με εκνευρίζουν όλοι και όλα.
Θέλω χρώματα και γέλιο και ζωντάνια.

Πραγματικότις φίλε μου.
Ωσάν τον οχετό ξεχύνεται η σκατίλα.
Σαν καράβια που δεν βρήκαν στεριά.
Μαύρα και κόκκινα και μπλε ψαροκάικα.
Βαριούνται εγκυμοσύνες και καραμέλες βουτύρου.
Δεν ξέρουν τι λένε και όμως νομίζουν πως νιώθουν.
Νιώθουν τον αέρα στα πνευμόνια τους.
Τρίμματα τυρόπιτας στα αχαμνά τους.
Και όμως δεν μπορούν να σταματήσουν.
Κάτι τραχύ τους τραβάει απ' το πηγάδι.
Σαν να πηγαίνουν γυρίζουν,
άλλα κυρίως δεν ξέρουν τι λένε και νομίζουν πως λένε κάτι.
Γραπτά βλακείες γεμάτα μύξες.
Και ανώφελα νεφελώματα χορεύουν γύρω τους.
Τι λένε;
Αδιαφορούν και τραντάζονται.
Γέρνουν το κεφάλι και ένα κουκουνάρι πέφτει πάνω του.
Τι να είναι;
Κουκουνάρι σου είπα.
Όχι.
Πέφτει με ταχύτητα φωτός 70 γήινων χρονων.
Βρίσκουν λύσεις,
χαλαρώνουν δεσμούς,
και γέρνουν το κεφάλι αναρωτιώντας τι είναι η ζωή.